κέρασαν — κεράννυμι mix aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέραστος — η, ο αυτός τον οποίο δεν κέρασαν: Αυτόν τον είχαν ξεχάσει ακέραστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)